- τροχαική
- τροχαικόςtrochaicfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τροχαικῇ — τροχαικός trochaic fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχαϊκός — ή, ό / τροχαϊκός, ή, όν, ΝΜΑ, και κατά τον Φρύν. τροχαιϊκός, ή, όν, Α [τροχαῑος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τροχαίο μετρικό πόδα 2. (μετρ.) αυτός που αποτελείται από τροχαίους (α. «τροχαϊκή διποδία» β. «τροχαϊκή συζυγία», Ερμογ.).… … Dictionary of Greek
δαχτυλοτροχαίος — ο στίχος που αποτελείται από μια δαχτυλική τετραποδία και μια τροχαϊκή τριποδία … Dictionary of Greek
επιχοριαμβικός — ἐπιχοριαμβικός, ή, όν (Α) φρ. «ἐπιχοριαμβικόν μέτρον» χοριαμβικό μέτρο τού οποίου προηγείται τροχαϊκή διποδία ( ∪ ∪ ∪∪ ) … Dictionary of Greek
ευπολίδειος — εὐπολίδειος, ον (Α) [Εύπολις] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κωμικό ποιητή Εύπολι 2. φρ. «εὐπολίδειον (μέτρον)» μέτρο τής αρχαίας μετρικής που σύγκειται από το τρίτο γλυκώνειο και την καταληκτική τροχαϊκή τετραποδία … Dictionary of Greek
ιθυφαλλικός — ἰθυφαλλικός, ή, όν (Α) [ιθύφαλλος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιθύφαλλο* 2. φρ. «ἰθυφαλλικὸν μέτρον» η τροχαϊκή βραχυκατάληκτη τετραποδία ή το τροχαϊκό βραχυκατάληκτο δίμετρο 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἰθυφαλλικά ποιήματα σε… … Dictionary of Greek
τροχαίος — Δισύλλαβος πόδας της αρχαίας ελληνικής μετρικής, που έχει την πρώτη συλλαβή μακρά (θέση) και τη δεύτερη βραχεία (άρση), είναι δηλαδή του τύπου –’ υ. Είναι ακριβώς αντίθετος από τον ίαμβο, ο οποίος είναι επίσης δισύλλαβος πόδας, αλλά σε αυτόν… … Dictionary of Greek
Κρόνιος στίχος — (Saturnius versus). Ο εθνικός στίχος των Ρωμαίων, σύμφωνα με την παλαιά λατινική μετρική. Απαρτίζεται από δύο τριποδίες, η πρώτη ιαμβική και η δεύτερη τροχαϊκή. Συχνά, στον ίδιο στίχο δύο ή περισσότερες λέξεις αρχίζουν από το ίδιο γράμμα ή από τα … Dictionary of Greek